πυριώ — άω, Α [πυρία] 1. βάζω κάποιον στο πυριατήριο, στο ατμόλουτρο 2. θερμαίνω 3. παθ. πυριῶμαι, άομαι α) θερμαίνομαι σε πυριατήριο β) χρησιμοποιούμαι ως πυριατήριο («[κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
πυρίῳ — πύριος masc/neut dat sg πυρίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπυριώ — ἐπιπυρειῶ, άω (Α) [πυριώ] 1. θερμαίνω, πυρώνω επί πλέον 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτυφῶσαι, ἐπιπυριῶσαι» … Dictionary of Greek
νεοπυρίητος — νεοπυρίητος, ον (Α) αυτός που πριν από λίγο βγήκε από ατμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πυριῶ «βάζω κάποιον σε ατμόλουτρο»] … Dictionary of Greek
προπυριώ — άω, Α προκαλώ εφίδρωση ή καταπραΰνω από πριν με θερμά επιθέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πυριῶ, άω «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
προσπυριώ — ιάω, Α θερμαίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πυριῶ «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
πυρίαμα — το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α [πυριῶ] νεοελλ. ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά. αρχ. ατμόλουτρο, πυρία* … Dictionary of Greek
πυρίασις — άσεως, ἡ, Α [πυριῶ] θέρμανση από ατμόλουτρο, από πυρία* … Dictionary of Greek
πυριάζω — Α [πυρία] πυριῶ* … Dictionary of Greek
πυριάτη — ἡ, Α το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. τού ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek